- κρατοβρώς
- κρατοβρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που κατατρώγει την κεφαλή ή τον εγκέφαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + -βρως (< βιβρώσκω, «τρώγω»), πρβλ. αλι-βρώς, σαρκο-βρώς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek